συγκαλυπτός
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
English (LSJ)
ή, όν,
A wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.
German (Pape)
[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.
Greek Monotonic
συγκαλυπτός: -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συγκᾰλυπτός: [adj. verb. к συγκαλύπτω окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.
Middle Liddell
συγκᾰλυπτός, ή, όν
wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]