κροκάλη
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = κρόκη 11, AP7.479 (Theodorid.): pl., sea-shore, beach, E.IA210 (lyr.), AP7.651 (Euph.), 6.186 (Diocl.); κροκάλην . . ἠϊόνα ib.7.294 (perh. f.l. for ἠϊόνος) (Tull. Laur.): in late Prose, Agath.2.2.
German (Pape)
[Seite 1511] ἡ, abgerundeter, abgespülter Kiesel am Meeresufer, u. das Ufer selbst; παρὰ κροκάλαις Eur. I. A. 211; öfter in der Anth., wie Phani. 5 (VI, 299); παρ' ἠϊόνων κροκάλαισιν Iul. Diocl. 2 (VI, 186); Σικελική Agath. 57 (X, 14).
Greek (Liddell-Scott)
κροκάλη: ᾰ, ἡ, = κρόκη ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 479· πληθ., «τὰς κρόκας, ὅ ἐστι τὰς αἰγιαλίτιδας ἄμμους αἳ λέγονται καὶ κροκάλαι» (Εὐστ. 855, 51)· παρὰ κροκάλοις δρόμον ἔχοντα Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 211, Εὐφορ. Ἐπ. 1, Ἀνθ. Π. 6. 186, κτλ.· κροκάλην... ἠϊόνα αὐτόθι 7. 294, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ ἠιόνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κροκάλαι· ψῆφοι. ἀκταί. ἄμμος».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bord de la mer, grève.
Étymologie: DELG skr. sárkara « galet, gravier ».
Greek Monolingual
η (Α κροκάλη)
βότσαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κρόκη (ΙΙ)].
Greek Monotonic
κροκάλη: [ᾰ], ἡ, βότσαλο, ταβανοσανίδα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
κροκάλη: (ᾰ) ἡ1) голыш, галька: αἰών μ᾽ ἔτριψεν κροκάλαις ἴσον Anth. время обточило меня словно (море) гальку;
2) тж. pl. морской берег, взморье (Σικελική Anth.): παρὰ κροκάλαις Eur. на берегу моря.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροκάλη -ης, ἡ kiezelsteen; plur. strand.