νησίδιον
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
τό, Dim. of νῆσος,
A islet, Th.6.2, Arist.Mir.832a24, Str. 2.5.30.
Greek (Liddell-Scott)
νησίδιον: [σῐ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ νῆσος, μικρὰ νῆσος, «νησάκι», Θουκ. 6. 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 26.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite île, îlot.
Étymologie: νησίς.
Greek Monotonic
νησίδιον: [σῐ], τό, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, νησάκι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
νησίδιον: (ῐδ) τό островок Thuc., Plut.