γεηρός

From LSJ
Revision as of 06:24, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεηρός Medium diacritics: γεηρός Low diacritics: γεηρός Capitals: ΓΕΗΡΟΣ
Transliteration A: geērós Transliteration B: geēros Transliteration C: geiros Beta Code: gehro/s

English (LSJ)

όν, (γέα)

   A of earth, earthy, Arist.GA743a12, etc.; γ. καὶ πετρώδη Pl.R.612a, cf. Hp.Aër.7; τὸ γ., opp. τὸ οὐράνιον, Them.Or. 32.359a.

German (Pape)

[Seite 478] erdig, Plat. Rep. X, 612 a; Arist. gen. an. 2, 6; respir. 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γεηρός: ά, όν (γέα) ἐκ τῆς γῆς, γήϊνος, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 6, 55, κτλ.· γ. καὶ πετρώδη Πλάτ. Πολ. 612Α, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 284.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
terrestre.
Étymologie: γῆ.

Spanish (DGE)

-όν
1 de tierra, terroso λόφοι Hp.Aër.7, γεηρὰ καὶ πετρώδη Pl.R.612a, (τὰ μέρη) γεηρὰ λίαν (las partes) que tienen un exceso de tierra Arist.GA 743a12, cf. Alex.Aphr.189.16.
2 terrestre γεηρὰ σώματα Plot.2.1.6, cf. 4.5.1.
3 terrenal οἱ κτησάμενοι τούσδε τοὺς γεηροὺς θησαυρούς Manes 76.2
subst. op. οὐράνιον lo terreno Them.Or.32.359a.

Greek Monolingual

γεηρός, -όν (Α)
1. αυτός που περιέχει χώμα ή προέρχεται απ' αυτό
2. ο γήινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέα, γη + (παραγ. κατάλ.) -ηρός].

Russian (Dvoretsky)

γεηρός: состоящий из земли, земляной Plat., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεηρός -ά -όν [γῆ] van aarde.