τρόχος
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
German (Pape)
[Seite 1154] ὁ, 1) der Lauf, bes. im Kreise herum, der Kreislauf; κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Soph. Ant. 1052, wo Herm. τροχούς schreibt u. durch τροχῶν ἁμίλλας von den Rädern erklärt; ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι Eur. Med. 46, wo es auch zum Folgdn gezogen werden kann. – 2) der Laufplatz, die Laufbahn, bes. die Kreisbahn, Eur. Hipp. 1133. – 3) der Läufer. – 4) der Dachs, Arist. gen. anim. 3, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 course;
2 carrière pour la course.
Étymologie: τρέχω.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ
ζωολ. μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ ρύγχος.
(II)
ὁ, Α
1. το τρέξιμο («παῑδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι», Ευρ.)
2. κυκλικός δρόμος
3. τόπος κατάλληλος για τρέξιμο ή για αγώνα δρόμου
4. περιστροφική κίνηση
5. φρ. «τρόχοι ἡλίου»
(στην ποίηση) οι ημέρες (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπ-ος: τρέπω)].
Russian (Dvoretsky)
τρόχος: ὁ
1) τρέχω круговой пробег, оборот: τρόχοι (v. l. τροχοὶ) ἡλίου Soph. круговращения солнца;
2) тж. pl. беговая дорожка, ристалище Eur.;
3) предполож. барсук Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρόχος -ου, ὁ [τρέχω] het rondrennen, rondgang:. τρόχοι ἡλίου rondgangen van de zon Soph. Ant. 1065.