Κλῶθες

From LSJ
Revision as of 09:50, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κλῶθες Medium diacritics: Κλῶθες Low diacritics: Κλώθες Capitals: ΚΛΩΘΕΣ
Transliteration A: Klō̂thes Transliteration B: Klōthes Transliteration C: Klothes Beta Code: *klw=qes

English (LSJ)

ων, αἱ, Spinners, name of the

   A Goddesses of fate, πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ Od.7.197 (v.l. Κατακλῶθες: v.l. ap.Eust. ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα, with next line omitted).

Greek (Liddell-Scott)

Κλῶθες: -αἱ, ἀντὶ Κλωθοί, αἱ κλώθουσαι, ὄνομα τῶν Μοιρῶν, πείσεται ἅσσα οἱ Αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γειναμένῳ νήσαντο λίνῳ (πρβλ. Κλωθώ) Ὀδ. Η. 197· ἔνθα κοινῶς: Κατακλῶθες· ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα, παραλειπομένου τοῦ ἑπομένου στίχου, ὅπερ συμφωνεῖ κάλλιον πρὸς τὸ ἐν Ἰλ. Υ. 127., Ω. 210.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
les Fileuses, divinités qui filent la trame de la vie des hommes.
Étymologie: κλώθω.

English (Autenrieth)

the ‘Spinsters,’ i. e. the Fates, Od. 7.197†.

Greek Monotonic

Κλῶθες: -ων, αἱ, οι Κλωθούσες, όνομα των Μοιρών ή των θεοτήτων της Τύχης, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

Κλῶθες: αἱ Пряхи, т. е. Μοῖραι Hom.

Middle Liddell


the spinners, a name of the Parcae or goddesses of fate, Od.