Πυθοχρήστης
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ, (χράω)
A sent by the Pythian oracle, φυγάς A.Ch.940 (lyr., sed leg. -τος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
inspiré, envoyé par la Pythie.
Étymologie: Πυθώ, χράω.
Greek Monotonic
Πῡθοχρήστης: Δωρ. -τας, ὁ (χράω), αυτός που πέμπεται, δίνεται, στέλνεται από το Πυθικό μαντείο, σε Αισχύλ.