μύρσινος

From LSJ
Revision as of 14:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρσῐνος Medium diacritics: μύρσινος Low diacritics: μύρσινος Capitals: ΜΥΡΣΙΝΟΣ
Transliteration A: mýrsinos Transliteration B: myrsinos Transliteration C: myrsinos Beta Code: mu/rsinos

English (LSJ)

Att. μύρρῐνος, η, ον,

   A = μύρτινος, of myrtle, [μύρον] Thphr.Od.27; ὄζος Call.Dian.202; ἔλαιον Androm. ap. Gal.13.687, al., cf. PPetr.2p.114 (iii B. C.).    II Subst. μύρρινος, ὁ, = μυρσίνη 1.1, Thphr.HP1.3.3, al.    2 μυρσίνη (with or without σμίλη), ἡ, convex scalpel, Gal.2.477, al.    3 μύρρινον, τό, upper part of membrum virile, Ar.Eq.964.

German (Pape)

[Seite 222] = μύῤῥινος; πτόρθοι, Eur. Alc. 170; ὄζος, Callim. H. Dian. 203.

Greek (Liddell-Scott)

μύρσῐνος: μεταγεν. Ἀττ. μύρρινος, -η, -ον, = μύρτινος, ὁ ἐκ μύρτου, Λατ. myrteus, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 202· - ὡς οὐσιαστ., = μύρτος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 3. ΙΙ. τὸ μύρρινον, τὸ κατώτερον μέρος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 964.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 le petit myrte, plante;
2 « le bouton de fleur », le clitoris.
Étymologie: μύρτον.

Greek Monolingual

μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, -ίνη, -ον (Α)
1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρσίνη, μύρτινος
2. το αρσ. ως ουσ.μύρσινος
μυρσίνη
3. το θηλ. ως ουσ.μυρσίνη
κοίλη σμίλη
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μύρσινον
το κατώτερο μέρος του ανδρικού αιδοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτινος (< μύρτος) με συριστικοποίηση του -τ- σε -σ- πριν από το -ι-, πρβλ. φύτις (< φυτό) -φύσις, πέρυτι-πέρυσι. Στην αττ. διάλ. μετά την συριστικοποίηση το -σ- του συμπλέγματος -ρσ- αφομοιώνεται σε -ρ- μύρρινος (πρβλ. θάρσος - θάρρος, ἄρσην - ἄρρην)].