απόκοτος

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπόκοτος, -η, -ον)
Ι. τολμηρός, ριψοκίνδυνος
νεοελλ.
1. θρασύς, ελευθερόστομος
2. δραστήριος, γρήγορος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θάρρος, η παλληκαριά
II. επίρρ. ἀπόκοτα
μσν.- νεοελλ.
χωρίς δισταγμό, με θάρρος
νεοελλ.
γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < απο- + αρχ. κότος «οργή» ή < απο- + μσν. κότ(τ)οςκύβος») > κοτ(τ)ώ «κυβεύω, διακυβεύω, διακινδυνεύω, τολμώ»].