λεηλατώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

(AM λεηλατῶ, -έω)
1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ
2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα»)
3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. «λεηλατοῦμαι τῇ γαστρί» — είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεία + -ηλατῶ (< -ήλατος< ἐλαύνω), πρβλ ιππ-ηλατώ, σφυρ-ηλατώ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].