κοινοπρεπής
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπρεπής: -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κοινοπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με κάτι άλλο, κυρίως στη θεία και ανθρώπινη φύση του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῦ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.).
επίρρ...
κοινοπρεπῶς (Α)
με τρόπο που αρμόζει και στη θεία και στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, ευ-πρεπής].