οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(AM ἐξωνοῦμαι, -έομαι)
εξαγοράζω, διαφθείρω με χρήματα
αρχ.-μσν.
1. αγοράζω («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)
2. εξαγοράζω, απελευθερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωνούμαι «αγοράζω»].