οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
ῥυπάω, ῥυπόω, ῥυπαίνω, καταικίζω, ἐντιλάω, μολύνω, φορύσσω, μιαίνω, ἀναχρώννυμι, καταχρώννυμι, κηλιδόω, ἐπιρρυπαίνω, πινόω