соскальзывать
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Russian > Greek
περιολισθαίνω, περιολισθάνω, ἀπολισθαίνω, ἀπολισθάνω, διολισθαίνω, διολισθάνω, κατολισθάνω, ἐνολισθαίνω, συγκατολισθαίνω, συγκατολισθάνω, ἐπολισθάνω, κατειλυσπάομαι, παρολισθαίνω, παρολισθάνω, καθερπύζω