Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
ὄγκος, θίς, θωμός, σωρός, θημών, κόρθυς, σώρευμα, σάγμα, σίμβλος, χύσις, ὁρμαθός, σύστρεμμα, πίλημα, ὅμαδος