основательный
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Russian > Greek
ἐχέγγυος, ἀξιόχρεως, νεμεσητός, νεμεσσητός, νεμεσσατός, ἱστορικός, ἀσφαλής, σφυρήλατος, εὔλογος, σπουδαστικός, ἐμμελής, ἐμβριθής, πλατύς, ἐχυρός