беспорядочный
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Russian > Greek
διάδρομος ;; ἄκριτος ;; ἀσύγκρατος ;; ἄκοσμος ;; ῥεμβώδης ;; ταραχώδης ;; ἀμέθοδος ;; ἄτακτος ;; ἀσύντακτος ;; ἀξύντακτος ;; ἀνυπότακτος ;; μιγάς ;; πολυμιγής ;; πουλυμιγής ;; θορυβώδης ;; συμμιγής