ловкость
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Russian > Greek
πολυτροπία ;; πολυτροπίη ;; φιλότεχνον ;; ἐπιδεξιότης ;; εὐχέρεια ;; φιλοτεχνία ;; εὐστοχία ;; δριμύτης ;; δεξιότης ;; λῆμα ;; λᾶμα ;; σοφία