неизбежный
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
Russian > Greek
σάος ;; αἴσιμος ;; ἀνέκφευκτος ;; ἄφυκτος ;; ἀναπόδραστος ;; ἄφευκτος ;; ἄλυτος ;; ἀπαραίτητος ;; δυσφύλακτος ;; ἀκούσιος ;; ἀεκούσιος ;; ἀναγκαῖος