unsociable
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀκοινώνητος, ἀνομίλητος, δυσκοινώνητος, P. and V. ἄμικτος.
unapproachable: P. δυσπρόσοδος, V. ἄπλατος, ἀπροσήγορος, δυσπρόσοιστος, δυσπρόσιτος.