ship
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English > Greek (Woodhouse)
substantive
boat: P. and V. πλοῖον, τό, σκάφος, τό (Dem. 128), V. πορθμίς, ἡ, κύμβη, ἡ (Soph., Fragment), δόρυ, τό, Ar. and P. ἄκατος, ἡ, κέλης, ὁ, πλοιάριον, τό (Xen.), P. κελήτιον, τό, λέμβος, ὁ, ἀκάτιον, τό.
trireme: Ar. and P. τριήρης, ἡ.
ship of war: P. and V. ναῦς μακρά (Aesch., Pers. 380), P. πλοῖον μακρόν.
of a ship, adj.: P. and V. ναυτικός, V. νάϊος.
ringed with ships: Ar. and V. ναύφρακτος.
visited by ships: V. ναύπορος.
verb transitive
put on board: P. εἰσβιβάζειν, ἐπιβιβάζειν, ἐμβιβάζειν, ἐντιθέναι, P. and V. εἰστιθέναι (Xen.), V. ἐμβήσειν, fut. ἐμβῆσαι, 1st aor. of ἐμβαίνειν.
ship (water): V. δέχομαι, δέχεσθαι (Aesch., Theb. 796).
carry by ship: P. and V. πορθμεύειν, Ar. and P. διάγειν, Ar. and V. ναυστολεῖν, ναυσθλοῦν, V. πορεύειν (rare P. in act.).
ship across: P. διαβιβάζειν (τινά).