ὀψοδεία
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ἡ, (δέω Β)
A want of food or fish, Suid.
German (Pape)
[Seite 433] ἡ, Mangel an Speisen oder Fischen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψοδεία: (ἢ ὀψοδεΐα), ἡ, (δέω) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὀψοδεία ή ὀψοδεΐα, ἡ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -δεια (< -δεής < δέομαι), πρβλ. σιτο-δεία].