βαυκάλημα

From LSJ
Revision as of 14:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκᾰλημα Medium diacritics: βαυκάλημα Low diacritics: βαυκάλημα Capitals: ΒΑΥΚΑΛΗΜΑ
Transliteration A: baukálēma Transliteration B: baukalēma Transliteration C: vafkalima Beta Code: bauka/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lullaby, Socr.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 439] τό, das Wiegenlied, Ep. Socr. 27.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
arrullo ἐτιθηνήθην γὰρ ἐκ νέου ἔτι πάλαι Σωκρατικοῖς ὡς ἄν τις εἴποι βαυκαλήμασιν Socr.Ep.25.2.

Greek Monolingual

το (AM βαυκάλημα) βαυκαλώ
τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα
νεοελλ.
1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση
2. αβάσιμη ελπίδα.