κακόχυμος

From LSJ
Revision as of 15:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακόχῡμος Medium diacritics: κακόχυμος Low diacritics: κακόχυμος Capitals: ΚΑΚΟΧΥΜΟΣ
Transliteration A: kakóchymos Transliteration B: kakochymos Transliteration C: kakochymos Beta Code: kako/xumos

English (LSJ)

   A with unhealthy juices, Arist.Pr.954a10, Ath.1.24f (Sup.), Hices.ib.7.309b, Dsc.2.88; τὸ κ. Alex.Aphr. Pr.2.10.    2 unwholesome, of foods, Gal.6.641.    3 having an unpleasant taste, S.E.P.1.52.

German (Pape)

[Seite 1305] von schlechten Säften, auch schlechte Säfte erzeugend, von Nahrungsmitteln, wie κακόχυλος, Ath. I, 24 f III, 80 e; S. Emp. pyrrh. 1, 52.

Greek (Liddell-Scott)

κακόχῡμος: ἔχων κακούς, νοσηροὺς χυμούς, πλήρης χυμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 15, Ἀθήν. 24F, Ἱκέσιος αὐτόθι 309Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόχυμος, -ον)
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία
αρχ.
1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς
2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός
β) αυτός που έχει κακή γεύση
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον
η κακοχυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ-χυμος, παχύ-χυμος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόχῡμος: выделяющий дурные соки (Arst. - v. l. κατακώχιμος): κακόχυμα ἢ πικρά Sext. отвратительная или горькая пища.