κακόχυλος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
κακόχυλον, with bad juice or flavour, μῆλα Diph.Siph. ap. Ath.2.54a: Comp., ib.68f, 3.80c, Diocl. Fr.138; of meat, Sor.1.94.
German (Pape)
[Seite 1305] von schlechten Säften, schlechten Nahrungsstoff habend, σῦκα bei Ath. III, 80 e, Gegensatz εὔχυλος, u. oft, auch im compar.
Greek (Liddell-Scott)
κακόχῡλος: -ον, ἔχων κακὸν χυλὸν ἢ χυμόν, μῆλα Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 54Α, 68FA, 80Β κἑξ.
Greek Monolingual
κακόχυλος, -ον (Α)
(για φρούτα, κρέας, φαγητά) αυτός που έχει κακό χυλό ή χυμό, άσχημη ουσία, άνοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χυλος (< χυλός), πρβλ. γλυκύχυλος, ολιγόχυλος].