κατάπλασις
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
εως, ἡ,
A plastering or poulticing, Hp.VC13, cj. in Sor.1.73.
German (Pape)
[Seite 1370] ἡ, das Aufstreichen, Beschmieren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλασις: -εως, ἡ, τὸ καταπλάσσειν, ἐπιχρίειν ἢ ἐπιτιθέναι κατάπλασμα, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 904.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπλασις -εως, ἡ [καταπλάττω] geneesk. het aanbrengen van een papomslag.