κλεψιμαῖος

From LSJ
Revision as of 16:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψῐμαῖος Medium diacritics: κλεψιμαῖος Low diacritics: κλεψιμαίος Capitals: ΚΛΕΨΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: klepsimaîos Transliteration B: klepsimaios Transliteration C: klepsimaios Beta Code: kleyimai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A = κλοπιμαῖος, stolen, LXX To.2.13, PLond.2.422.3 (iv A.D.). Adv. -αίως, = Lat. furtim, Dosith.p.412 K.

German (Pape)

[Seite 1449] = κλοπιμαῖος, gestohlen, Tobias 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψῐμαῖος: -α, -ον, = κλοπιμαῖος, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 13), Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο και κλεψιμιός, -ά, -ό (AM κλεψιμαίος, -αία, -ον, Μ και κλεψίμιος, -ία, -ον και κλεψιμίος, -α, -ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος
νεοελλ.-μσν.
1. κρυφός, απαγορευμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και κλεψιμίο(ν)
το κλεμμένο πράγμα, το κλοπιμαίο.
επίρρ...
κλεψιμαίως (Α)
με κλέφτικο τρόπο, με κλοπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Εμφανίζει το ίδιο θ. κλεψι- με τα πάμπολλα σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος (πρβλ. κλεψίλογος, κλεψίνους κ.λπ.) + κατάλ. -ιμαῖος, όπως και το κλοπ-ιμαῖος (< κλόπ-ιμος < κλοπή)].