νακοδέψης
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ου, ὁ, (δέψω)
A currier, Hp.Vict.1.19, Ath.8.352b.
German (Pape)
[Seite 228] ὁ, der Gerber; Hippocr.; Ath. XIII, 352 b.
Greek (Liddell-Scott)
νᾰκοδέψης: -ου, ὁ, (δέψω) βυρσοδέψης, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. 346. 22, Ἀθήν. 352Β.
Greek Monolingual
νακοδέψης, ὁ (Α)
ο βυρσοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. νάκη «προβιά» + -δέψης (< δέφω «τρίβω, μαλακώνω), πρβλ. βυρσο-δέψης, σκυλο-δέψης].