παράστρεμμα
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ατος, τό,
A distortion, of facial paralysis, Hp.Prorrh. 2.38 (pl.).
German (Pape)
[Seite 500] τό, verdrehter Theil, verrenktes Glied, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράστρεμμα: τό, διαστροφή, Ἱππ. Προρρ. 111.
Greek Monolingual
τὸ, Α παραστρέφω
(σχετικά με παράλυση του προσώπου) διαστροφή, «στράβωμα».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράστρεμμα -ατος, τό [παραστρέφω] vervorming, distorsie.