προωνύμιον
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
[ῠ], τό, (ὄνομα) = Lat.
A praenomen, Gloss.
German (Pape)
[Seite 801] τό, Vorname, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προωνύμιον: τό, (ὄνομα) τὸ τῶν Ρωμαίων praenomen, δηλ. τὸ πρῶτον (τὸ κύριον) ὄνομα, ὅπερ παρὰ Ρωμαίοις δὲν ἐγράφετο ὁλόκληρον, ὡς π.χ. Gn. Pompeio Γναίῳ Πομπηίῳ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. αῑος Πομπήιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ωνύμιον (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ωνύμιον. Το -ω- του τύπου οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αποτελεί απόδοση του λατ. praenomen].