ἐκμάσσατο
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
3sg. aor. I, he
A devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐκμαίομαι.
Spanish (DGE)
v. ἐκμαίομαι.
Greek Monotonic
ἐκμάσσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμάσσατο: эп. 3 л. sing. aor. к *ἐκμαίομαι.
Middle Liddell
ἐκ-μάσσατο, 3rd sg. aor1, he devised or invented, τι Hhymn.; v. μαίομαι.