ἐξάμβλωμα
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
ατος, τό,
A abortion, Artem.1.51 (pl.).
German (Pape)
[Seite 867] τό, die Fehlgeburt, Artem. 1, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάμβλωμα: τό, τὸ προώρως γεννηθέν, ἔκτρωμα, Ἀρτεμίδ. 1. 51, ἔνθα δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = τῷ ἑπομ. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
aborto ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.
Greek Monolingual
το (AM ἐξάμβλωμα)
έμβρυο πρόωρα γεννημένο
νεοελλ.
κάθε τερατώδες γέννημα ή κατασκεύασμα
αρχ.
εξάμβλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλώ. Η λ. σήμαινε αρχικά «προϊόν αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το έμβρυο που απεβλήθη με εξάμβλωση, το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' επέκταση καθετί που απορρίπτεται ως έκτρωμα, τερατώδες κατασκεύασμα].