ἐπέλευσις
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
εως, ἡ,
A coming on or to, arrival, ὄχλων Cat.Cod. Astr. 7.132, cf. Eust. 1574.59; touching on a thing, survey of it, Id. ad D. P. Prooem.p.71 B.; so [μέγεθος] ἐν διεξόδῳ καὶ ἐ. καθ' ἕκαστον μέρος αἰσθανόμεθα Plot.2.8.1, cf. Them.in de An.30.33. 2 adventitious impulse, Chrysipp.Stoic.2.282. 3 in Law, prosecution, PFay. 26.14 (ii A. D.), POxy.1638.13 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 914] ἡ, das Hinzukommen, das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23 im plur., u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέλευσις: -εως, ἡ, (ἐπέρχομαι) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, ἔλευσις, «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ce qui survient, événement.
Étymologie: ἐπελεύσομαι, f. de ἐπέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέλευσις: εως ἡ случайное обстоятельство, случайность Plut.