ἰξευτήριος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
α, ον,
A like birdlime, v. ἰξεύτρια. II ἰξευτήριον, τό,= aucupium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1255] zum Vogelfange imit Leimruthen gehörig; den Tempel einer Τύχη ἰξευτηρία, fortuna viscata, erwähnt Plut. Qu. Rom. 74. Vgl. ἰξεύτρια.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξευτήριος: -ον, ἰξευτικός, ἴδε ἰξεύτρια.
Greek Monolingual
ἰξευτήριος, -ία, -ον (Α) ιξευτήρ
1. ο ιξευτικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰξευτήριον
το κυνήγι.
Russian (Dvoretsky)
ἰξευτήριος: ἰξός липкий, клейкий: Τύχη ἰξευτηρία Plut. липкая (т. е. завлекающая, улавливающая людей) богиня счастья.