βρυχητικός
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ή, όν,
A roaring, bellowing, Tz.ad Lyc.739.
German (Pape)
[Seite 466] brüllend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρῡχητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα τοῦ βρυχάσθαι, Γρηγ. Νύσσ. 1. 145.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
rugiente λέων Gr.Nyss.Hom.creat.18.11, τὸ β. τοῦ ῥεύματος Tz.ad Lyc.730.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Μ) βρυχώμαι
(για λόγο) αυτός που μοιάζει με βρυχηθμό, άγριος.