δάσμα
From LSJ
Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
Full diacritics: δάσμα | Medium diacritics: δάσμα | Low diacritics: δάσμα | Capitals: ΔΑΣΜΑ |
Transliteration A: dásma | Transliteration B: dasma | Transliteration C: dasma | Beta Code: da/sma |
ατος, τό, (δάσασθαι)
[Seite 523] τό, Antheil, Hesych.
δάσμα: τό, (δάσασθαι) = μερίδιον, μέρος, Ἡσύχ.
-ματος, τό reparto, porción Hsch.
δάσμα (-ατος), το (Α)
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δατέομαι (πρβλ. δασμός)].