συναλλακτής

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλλακτής Medium diacritics: συναλλακτής Low diacritics: συναλλακτής Capitals: ΣΥΝΑΛΛΑΚΤΗΣ
Transliteration A: synallaktḗs Transliteration B: synallaktēs Transliteration C: synallaktis Beta Code: sunallakth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A mediator, negotiator, Id.    II an official concerned with the tax on sales (?), POxy.43vii 4, al. (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 998] ὁ, der Verkehr mit Einem hat, Handel mit ihm treibt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναλλακτής: -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, μεσίτης, ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.

Greek Monolingual

και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.

Greek Monolingual

και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.