ἀρωματώδης
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
[ᾰρ], ες,
A likespice, spicy, Dsc.1.13, Gal.1.399,Ath.1.33e.
German (Pape)
[Seite 368] ες, gewürzartig, gewürzhaft, Ath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματώδης: -ες, (εἶδος) ἀρώματι ὅμοιος, πλήρης ἀρώματος, εὐώδης, Διοσκ. 1. 12.
Spanish (DGE)
-ες aromático Dsc.1.13, Gal.1.399, Ath.33e.
Greek Monolingual
(AM ἀρωματώδης, -ες) [[[άρωμα]] (Ι)]
γεμάτος άρωμα, ευωδιαστός.