ῥαιστήριος
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
α, ον,
A smashing, hammering, ῥ. ἱδρώς the blacksmith's sweat or toil, ib.2.28; ἄκμοσι . . ῥ. hammered upon the anvil, ib.5.153. II generally, destructive, pernicious, ῥ. φάρμακα, opp. ἐσθλά, A.R.3.803: c. gen., ῥ. φάρμακα θυμοῦ ib.790; νηῶν 4.921.
German (Pape)
[Seite 832] hämmernd; ἱδρώς, Schweiß der Schmiede beim Hämmern, Opp. Hal. 2, 28; Lycophr. 525; τὰ ῥαιστήρια, = ῥαιστῆρες, die Hämmer, Opp. Hal. 5, 153.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαιστήριος: -α, -ον, ὁ κατασυντρίβων, συνθλῶν· τὰ ῥαιστήρια, τὰ σφυρία, Ὀππ. Ἁλ. 5. 153, ῥαιστήριος ἱδρώς, ὁ τοῦ σφυρηλατοῦντος, αὐτόθι 2. 28. ΙΙ. καθόλου, φθαρτικός, ἀφανιστικός, καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ῥ. φάρμακα, ἀντίθετον τῷ ἐσθλά, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 803· μετὰ γεν., ῥ. θυμοῦ αὐτόθι 790· νηῶν Δ. 921.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α ῥαιστήρ
1. αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί
2. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, ολέθριος, καταστρεπτικός («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.).