γυναιμανής

From LSJ
Revision as of 15:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναιμᾰνής Medium diacritics: γυναιμανής Low diacritics: γυναιμανής Capitals: ΓΥΝΑΙΜΑΝΗΣ
Transliteration A: gynaimanḗs Transliteration B: gynaimanēs Transliteration C: gynaimanis Beta Code: gunaimanh/s

English (LSJ)

ές,

   A = γυναικομανής, mad for women, Il.3.39, h.Bacch. 17, Ael.NA15.14, Q.S.1.726:—in late Ep. γῠναικο-μανέων, as if a part., ib. 735, Nonn.D.2.125, al.    II making women mad, Hsch.

German (Pape)

[Seite 511] = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναιμᾰνής: ές,= γυναικομανής, Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις μετοχή, Κ. Σμ. 1. 735.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. γυναικομανής.

English (Autenrieth)

(μαίνομαι): womanmad; Paris, Il. 3.39. (Il.)

Spanish (DGE)

(γῠναιμᾰνής) -ές

• Alolema(s): γυνο- Sch.D.T.229.30; γυνα- Sch.D.T.l.c.
1 que enloquece por las mujeres, mujeriego, donjuán Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γ. Il.3.39, 13.769, οἰνόφλυγες καὶ πόρνοι καὶ γυναιμανεῖς D.Chr.32.91, φύσει ... ἔστι τὸ βάρβαρον γυναιμανές Charito 5.2.6, cf. Malch.Fr.8.23, Triph.613, Nonn.D.15.75, 42.314, 48.551, 774, de los orangutanes, Ael.NA 15.14
fig. ἦτορ Q.S.1.726, χεῖρες Nonn.D.15.288, cf. Hsch., Sch.D.T.l.c., 378.30.
2 que enloquece a las mujeres, seductor Dioniso h.Hom.1.17, cf. Euph.142.b.17v.G., Hsch.

Greek Monolingual

γυναιμανής, -ές (Α)
ο γυναικομανής.

Greek Monotonic

γῠναιμᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανία με τις γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

γῠναιμᾰνής: Hom. = γυναικομανής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναιμανής -ές [γυνή, μαίνομαι] gek op vrouwen, vrouwengek.

Middle Liddell

μαίνομαι
mad for women, Il.