γλοιώδης
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ες,
A glutinous, Pl.Cra.427b, Arist.Fr.311 (γλιν- codd. Ath.); τὸ γ. Thphr.HP5.4.1. Adv. γλοιο-δῶς Sor.2.13, Gal.19.91. 2 full of oily sediment, ὕδωρ M.Ant.8.24.
Greek (Liddell-Scott)
γλοιώδης: -ες, (εἶδος) κολλώδης, ἰξώδης, Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 294.
Spanish (DGE)
-ες
I 1viscoso ὑποχωρήσιες Hp.Epid.7.2
•en usos pred. ref. a líquidos y mezclas, Gal.12.676, 585, 588
•lleno de residuos aceitosos ὕδωρ M.Ant.8.24.
2 subst. τὸ γ. humor viscoso Pl.Cra.427b, Arist.Fr.311, Thphr.HP 5.4.1.
II adv. -ῶς
1 viscosamente μετὰ τοῦ ἐλαίου γ. ἀνακοπέντος Sor.102.15.
2 sinón. de νυστακτικῶς con soñolencia Gal.19.91, Hsch.
Greek Monolingual
-ες (AM γλοιώδης, -ες) γλοιός
κολλώδης
νεοελλ.
αναξιοπρεπής, κόλακας
αρχ.
(για νερό) γεμάτος με ελαιώδες κατακάθι.
Russian (Dvoretsky)
γλοιώδης: клейкий, вязкий, липкий Plat.