μονοσάνδαλος

From LSJ
Revision as of 17:18, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοσάνδᾰλος Medium diacritics: μονοσάνδαλος Low diacritics: μονοσάνδαλος Capitals: ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: monosándalos Transliteration B: monosandalos Transliteration C: monosandalos Beta Code: monosa/ndalos

English (LSJ)

ον,

   A with but one sandal, Apollod.1.9.16.

German (Pape)

[Seite 205] mit einer Sandale; Apolld. 1, 9, 16; Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσάνδᾰλος: -ον, ὁ φορῶν ἓν μόνον σανδάλιον, Ἀπολλόδ. 1. 9., 16. 3.

Greek Monolingual

και μονοσάνταλος, -η, -ο (Α μονοσάνδαλος, -ον)
αυτός που φορά ένα μόνο σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σανδάλι(ον) (πρβλ. χρυσο-σάνδαλος)].