μονοσάνδαλος
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
ον,
A with but one sandal, Apollod.1.9.16.
German (Pape)
[Seite 205] mit einer Sandale; Apolld. 1, 9, 16; Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
μονοσάνδᾰλος: -ον, ὁ φορῶν ἓν μόνον σανδάλιον, Ἀπολλόδ. 1. 9., 16. 3.
Greek Monolingual
και μονοσάνταλος, -η, -ο (Α μονοσάνδαλος, -ον)
αυτός που φορά ένα μόνο σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σανδάλι(ον) (πρβλ. χρυσο-σάνδαλος)].