καταγνάμπτω
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
A bend down, AP4.3b.5 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1343] beugen, λόφον τενόντων Agath. prooem. 51 (IV, 3).
Greek (Liddell-Scott)
καταγνάμπτω: κατακάπτω, ‘Ανθ. Π. 4. 3, 51.
French (Bailly abrégé)
courber, recourber.
Étymologie: κατά, γνάμπτω.
Greek Monolingual
καταγνάμπτω (Α)
κατακάμπτω, κάνω κάτι να λυγίσει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γνάμπτω «κάμπτω»].
Greek Monotonic
καταγνάμπτω: μέλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταγνάμπτω: гнуть, склонять (λόφον αὐχήεντα Anth.).