οἰνόχυτος

From LSJ
Revision as of 08:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόχῠτος Medium diacritics: οἰνόχυτος Low diacritics: οινόχυτος Capitals: ΟΙΝΟΧΥΤΟΣ
Transliteration A: oinóchytos Transliteration B: oinochytos Transliteration C: oinochytos Beta Code: oi)no/xutos

English (LSJ)

ον,

   A of poured wine, πῶμα οἰ. draught of wine, S.Ph.714 (lyr.).    II Act., = οἰνοχόος, Nonn.D.13.256,33.74, al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόχῠτος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἐγχυθέντος οἴνου, πῶμα οἰν., ποτὸν ἐξ οἴνου, Σοφ. Φιλ. 715. ΙΙ. ἐνεργ. = οἰνοχόος, Νόνν. Δ. 13. 256, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de vin qu’on verse.
Étymologie: οἶνος, χυτός.

Greek Monolingual

οἰνόχυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προέρχεται από κρασί που χύνεται («οἰνόχυτον πῶμα» — γουλιά από κρασί, Σοφ.)
2. αυτός που κερνά κρασί, οινοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χυτός (< χέω), πρβλ. ελαιό-χυτος].

Greek Monotonic

οἰνόχῠτος: -ον, προερχόμενος από χυμένο κρασί, πῶμα οἰνόχυτον, οινοποσία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνόχῠτος: (о вине) налитый, нацеженный: πῶμα οἰνόχυτον Soph. кубок вина.

Middle Liddell

οἰνό-χῠτος, ον,
of poured wine, πῶμα οἰν. a draught of wine, Soph.