περίφορος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A carried about by passing impulse, M.Ant.1.15. II Subst. περίφορος, ἡ, f.l. for περιφορά or περίοδος in Luc.Astr.5.
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, = περιφορά, ἡλίου Luc. astrol. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περίφορος: ἡ, ἐν Ψευδο-Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 5˙ ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ περιφορὰ ἢ περίοδος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
mouvement circulaire, révolution d’un astre.
Étymologie: περιφέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιφέρω
αυτός που περιφέρεται, που περιστρέφεται γρήγορα.
Russian (Dvoretsky)
περίφορος: ὁ круговое движение, вращение (ἡλίου Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίφορος -ου, ἡ [περιφέρω] subst. omwenteling:. ἡ τοῦ ἠελίου περίφορος de omwenteling van de zon Luc. 48.5.