καλλίπους
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A with beautiful feet, Hsch. s.v. ἀργυρόπεζα.
Greek Monolingual
καλλίπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, ωκύ-πους].