μελλητέον
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
A one must delay, E.Ph.1279, Ar. Ec.876, Pl.Criti.108e.
Greek (Liddell-Scott)
μελλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε.
Greek Monotonic
μελλητέον: ρημ. επίθ. του μέλλω, κάτι που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ.