μεταχώρησις
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
εως, ἡ,
A departure, withdrawal, εἰς τοὺς θεούς Arr.Fr. 134 J. II change of direction, in pl., Procl.Hyp.1.27: generally, change, τοῦ δ εἰς ζ Eust.1259.61.
German (Pape)
[Seite 157] ἡ, das Weg- und Anderswohingehen, Uebergehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταχώρησις: -εως, ἡ, ἡ ἀλλαγὴ τόπου, μεταλλαγή, Εὐστ. 1259. 61.
Greek Monolingual
μεταχώρησις, ἡ (ΑΜ)
μεταχωρώ μσν. αλλαγή, μεταλλαγή, διαφοροποίηση
αρχ.
1. αναχώρηση
2. αλλαγή κατεύθυνσης, μεταβολή.