μυλάσασθαι

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλάσασθαι Medium diacritics: μυλάσασθαι Low diacritics: μυλάσασθαι Capitals: ΜΥΛΑΣΑΣΘΑΙ
Transliteration A: mylásasthai Transliteration B: mylasasthai Transliteration C: mylasasthai Beta Code: mula/sasqai

English (LSJ)

τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι (Cypr.), Hsch.

Greek Monolingual

μυλάσασθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού μῦλον. Το ελλ. μῦλ-ο- θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα mū-dlo-, που όμως δεν συνδέεται με σλαβ. mū-dhlo- (πρβλ. αρχ. σλαβ. my-ti «πλένω, καθαρίζω», my-lo «σαπούνι»). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meu- «υγρός, μουχλιασμένος, καθαρίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mudira- «νέφος») και συνδέεται με τα: μύσος, μυδῶ «μουσκεύομαι». Το νεοελλ., τέλος, μουλιάζω συνδέεται πιθ. με το αρχ. μυλάσασθαι].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: τὸ σῶμα η την κεφαλην σμήξασθαι (wipe off). Κύπριοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Since Fick 1, 517 (s. also Bechtel Dial. 1, 451) as denomin. from *μύλη or *μῦλον connected with a Slav. word for soap, e.g. Čech. mýdlo, Russ. mýlo (from OCS etc. my-ti wash). Greek μυλ- too can go back on μυδλ-, for Slav. -dl- also IE *-dhl- can be sonsidered. A continuant of μυλάσασθαι is NGr. μουλιάζω, μουλίασμα soak in water (Chios). -- WP. 2, 249, Pok. 741, Vasmer s. mýlo and mytь, Fraenkel Lit. et. Wb. s. máudyti; s. also Specht Ursprung 257 f. S. also μυδάω.

Frisk Etymology German

μυλάσασθαι: {mulásasthai}
Meaning: τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι. Κύπριοι H.
Etymology : Seit Fick 1, 517 (s. auch Bechtel Dial. 1, 451) als Denominativum von *μύλη oder *μῦλον zu einem slav. Wort für Seife. z.B. čech. mýdlo, russ. mýlo (von aksl. usw. my-ti waschen) gestellt. Auch griech. μυλ- kann auf μυδλ- zurückgehen, für slav. -dl- kommt indessen auch idg. -dhl- in Betracht. Ein Ableger von μυλάσασθαι ist ngr. μουλιάζω, μουλίασμα im Wasser einweichen (Chios). — WP. 2, 249, Pok. 741, Vasmer s. mýlo und mytь, Fraenkel Lit. et. Wb. s. máudyti; dazu noch Specht Ursprung 257 f. S. auch μυδάω.
Page 2,268