ταὐτόσημος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A of the same signification, Eust.103.23:
German (Pape)
[Seite 1075] dasselbe bezeichnend, gleichbedeutend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτόσημος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν σημασίαν Εὐστ. 103. 13· ταὐτοσήμαντος, ον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 16, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτόσημος, -ον, ΝΜ
(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος
νεοελλ.
1. όμοιος, απαράλλαχτος
2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» — διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύ-σημος].